ιλαρότητα

ιλαρότητα
η (ΑΜ ἱλαρότης) [ιλαρός]
ευθυμία, φαιδρότητα, ευχαρίστηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιλαρότητα — η καλή ψυχική διάθεση, ευθυμία, φαιδρότητα: Προκαλεί την ιλαρότητα μ αυτά που κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱλαρότητα — ἱλαρότης cheerfulness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 …   Dictionary of Greek

  • BION — I. BION Borysthenites Philosophus, et Sophista callidus, Philosophiam variô orationis flore vestivit. Laertius, l. 4. c. 46. Fertur hic dixifle ad eum, qui fundos suos ingluvie voraverat, Terra Amphiaraum absorbuit, sed terr am tu. Auditor… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιλάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ή Ιλαρίων. Ασκήτευσε κλεισμένος μέσα σε ένα πολύ στενό δωμάτιο. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε επί Τραϊανού, μαζί με τον θείο του Πρόκλο στην Άγκυρα της Γαλατίας. Η μνήμη τους… …   Dictionary of Greek

  • ιλαροποιός — ἱλαροποιός, όν (Α) αυτός που χαρίζει ιλαρότητα, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ιλαρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ιλαρότητα, χαροποιός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρύνω + κατάλ. τικος (πρβλ. καλλυν τικός, μεγεθυν τικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • καλοκαρδιά — η (Μ καλοκαρδία) 1. ευφρόσυνη διάθεση, καλή, ανοιχτή καρδιά, καλοκαγαθία 2. ευθυμία, ευχάριστη διάθεση, ιλαρότητα νεοελλ. ψυχική αγαθότητα, καλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • φαιδρότητα — η / φαιδρότης, ητος, ΝΜΑ [φαιδρός] ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα νεοελλ. συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη αρχ. λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλαίθριος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τον καθαρό αέρα 2. μτφ. αυτός που αγαπά την φαιδρότητα, την ιλαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἴθριος «καθαρός, ανέφελος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”